- διβόλισμα
- το [διβολίζω]η πράξη και το αποτέλεσμα τού διβολίζω, δευτέρωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διβόλισμα — το το όργωμα για δεύτερη φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δισκάφισμα — το [δισκαφίζω] το να δισκαφίζει κανείς, το διβόλισμα … Dictionary of Greek
ζευγήσιος — ια, ιο (για όργωμα) αυτός που γίνεται με ζεύγος βοδιών («ζευγήσιο διβόλισμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + κατάλ. –ήσιος (πρβλ. αετ ήσιος, βουν ήσιος)] … Dictionary of Greek
βολογύρισμα — το βαθύ όργωμα του χωραφιού, ώστε να αναποδογυρίσει το χώμα, διβόλισμα: Το καλύτερο βολογύρισμα στο χωράφι γίνεται από το τρακτέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)